μηρυκασμός

μηρυκασμός
ο
1. το ξαναμάσημα της τροφής από ορισμένα χορτοφάγα ζώα.
2. μτφ., η επανάληψη στερεότυπων λέξεων ή φράσεων: Τα κείμενά του ήταν γεμάτα μηρυκασμούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηρυκασμός — Η επαναφορά στη στοματική κοιλότητα φυτοφάγων ζώων της ήδη μασημένης τροφής και η εκ νέου μάσηση (αναμάσηση), η άφθονη σιάλωση και η πλήρης επεξεργασία της. Συμβαίνει στη μεγάλη κατηγορία των οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών ζώων. Βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • αναμάσημα — και αναμάσισμα, το 1. ξαναμάσημα τής τροφής, αναμάσηση, μηρυκασμός 2. ασαφής λόγος ή έκφραση γεμάτη υπεκφυγές 3. (κυρίως στον πληθ.) τα αναμασήματα συνεχής επανάληψη τών ίδιων λόγων …   Dictionary of Greek

  • αναμάσηση — η συνεχές μάσημα ή ξαναμάσημα τής τροφής, μηρυκασμός …   Dictionary of Greek

  • αναμηρύκησις — ἀναμηρύκησις ( εως), η (Α) [ἀναμηρυκῶμαι] αναμάσημα τής τροφής, μηρυκασμός, ξαναμάσημα …   Dictionary of Greek

  • μαρούγασμα — μαρούγασμα, τὸ (Μ) [μαρουγάζω] μηρυκασμός …   Dictionary of Greek

  • μηρυκισμός — και μαρυκισμός, ὁ (Α) [μηρυκίζω] ο μηρυκασμός …   Dictionary of Greek

  • μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”